- αποκλαίω
- αποκλαίω και αποκλαίγω -αψα, -κλαμένος1. κλαίω κάποιον πολύ: Τον απόκλαψε τον άντρα της.2. παύω να κλαίω: Έκλαψα κι απόκλαψα, προκοπή δεν είδα (παροιμ. φράση).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.